φαγεδαινισμός

φαγεδαινισμός
ο, Ν
ιατρ. η τάση ενός πάσχοντος ιστού για ανάπτυξη φαγεδαινικού έλκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phagedenisme < φαγέδαινα + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαγεδαινισμός — ο (ιατρ.), διαβρωτική έλκωση που προχωρεί ραγδαία σε έκταση και καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγεδαίνωμα — ώματος, τὸ, Μ [φαγεδαινοῡμαι] φαγεδαινισμός …   Dictionary of Greek

  • φαγεδαίνωση — η, Ν ιατρ. φαγεδαινισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”